- χουγιάζω
- (λ. σλαβ.), χούγιαξα, χουγιάχτηκα, χουγιαγμένος1. φωνάζω δυνατά και από μακριά για να φοβηθούν τα γιδοπρόβατα: Χούγιαξε τα γίδια να φύγουν από το χωράφι.2. κατηγορώ κάποιον μεγαλόφωνα, τον μαλώνω: Τη χουγιάζεις πολύ την κόρη σου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.